respire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- respire < (κληρονομημένο) μέση αγγλική respiren < λατινική respiro
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | respire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | respires |
αόριστος | respired |
παθητική μετοχή | respired |
ενεργητική μετοχή | respiring |
respire (en)