rocaille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rocaille rocailles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rocaille (fr) θηλυκό

  1. βραχότοπος
  2. τρόπος διακόσμησης κήπων με πέτρες, χαλίκια και μικρά φυτά
  3. τύπος διακόσμησης κτηρίων και επίπλων, στον 18ο αιώνα