sérénade
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sérénade | sérénades |
sérénade (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (μεταφορικά) (οικείο) c'est toujours la même sérénade: λέγεται για κάποιον που δίνει πάντα τις ίδιες δικαιολογίες