aube
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aube < λατινική alba, θηλυκό του albus, λευκός
- aube < λατινική alba
- aube < alve < λατινική alapa, μπάτσος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aube | aubes |
aube (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aube | aubes |
aube (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) λευκό φαιλόνιο του παπά κατά τη θεία λειτουργία
Ουσιαστικό 3[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aube | aubes |
aube (fr) θηλυκό
- πτερύγιο ενός υδραυλικού τροχού