scenic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | scenic |
συγκριτικός | more scenic |
υπερθετικός | most scenic |
Επίθετο[επεξεργασία]
scenic (en)
- που έχει όμορφα φυσικά τοπία
- ↪ the scenic beauty of the Alps - η φυσική ομορφιά των Άλπεων