score
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
score | scores |
score (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | score |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scores |
αόριστος | scored |
παθητική μετοχή | scored |
ενεργητική μετοχή | scoring |
score (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
score | scores |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
score (fr) αρσενικό
- το σκορ