score

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
score scores

score (en)

  1. το σκορ
  2. (συνήθως περίπου) εικοσάδα, είκοσι
  3. η χαρακιά
  4. (μουσική) η παρτιτούρα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας score
γ΄ ενικό ενεστώτα scores
αόριστος scored
παθητική μετοχή scored
ενεργητική μετοχή scoring

score (en)

  1. σκοράρω
    I was sure that I would score a goal.
    Ήμουν σίγουρος ότι θα σκοράρω γκολ.
  2. χαράζω



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
score scores

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

score (fr) αρσενικό