Μετάβαση στο περιεχόμενο

scraping

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scraping scrapings

scraping (en)

  1. λέγεται για ήχο συρσίματος
  2. μικρό δείγμα από κάτι
  3. ξύσμα, απόξεσμα, απόξυσμα
  4. (πληροφορική) data scraping, web scraping

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • scraping στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

scraping (en)