scraping
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scraping | scrapings |
scraping (en)
- λέγεται για ήχο συρσίματος
- μικρό δείγμα από κάτι
- ξύσμα, απόξεσμα, απόξυσμα
- (πληροφορική) data scraping, web scraping
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- scraping στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
scraping (en)