sermon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sermon < λατινική sermo

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɛʁ.mɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sermon sermons

sermon (fr) αρσενικό

  1. κήρυγμα
  2. (μεταφορικά) επίπληξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

στη λατινική γραμματεία