sever
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sever (en)
- κόβω, αποκόπτω
- ξεκόβω, διακόπτω
- After he graduated, he severed all links to his family.
- διαχωρίζω, διακρίνω
Σερβικά (sr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sever (sr)
- λατινική γραφή του север
Σλοβακικά (sk) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sever < πρωτοσλαβική sěverъ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sever (sk) αρσενικό (πληθυντικός severy)
- ο βορράς
- na sever - προς τα βόρεια
- na severe - στον βορρά
- na sever od Ontária - (προχωρώντας) βόρεια από το Οντάριο
[επεξεργασία]
Σλοβενικά (sl) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sever < πρωτοσλαβική sěverъ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sever (sl)
- ο βορράς
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sever < πρωτοσλαβική sěverъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sever (en) αρσενικό
- ο βορράς