sever

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsɛv.ɚ/

Ρήμα[επεξεργασία]

sever (en)

  1. κόβω, αποκόπτω
  2. ξεκόβω, διακόπτω
    After he graduated, he severed all links to his family. - λείπει η μετάφραση
  3. διαχωρίζω, διακρίνω



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sever (sr)



Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sever < πρωτοσλαβική sěverъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sever (sk) αρσενικό (πληθυντικός severy)

  1. ο βορράς
    na sever - προς τα βόρεια
    na severe - στον βορρά
    na sever od Ontária - (προχωρώντας) βόρεια από το Οντάριο

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]



Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sever < πρωτοσλαβική sěverъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sever (sl)



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sever < πρωτοσλαβική sěverъ

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sever (en) αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]