shut out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | shut out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shuts out |
αόριστος | shut out |
παθητική μετοχή | shut out |
ενεργητική μετοχή | shutting out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]shut out (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω