sluggish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sluggish (en)
- κοιμήσης, νωθρός, αδρανής
- (μεταφορικά) τεμπέλικος (ο τεμπέλης-lazy συνήθως επικρίνεται ως νωθρός κατ' επιλογή)