smug
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | smug |
συγκριτικός | smugger |
υπερθετικός | smuggest |
Επίθετο[επεξεργασία]
smug (en)
- αυτάρεσκος
- ↪ with a smug smile - μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- complacent
- self-complacent
- self-satisfied
- → και δείτε τη λέξη arrogant
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 143. ISBN 9780194325684., λήμμα: αυτάρεσκος