complacent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός complacent
συγκριτικός more complacent
υπερθετικός most complacent

Επίθετο[επεξεργασία]

complacent (en)

  1. αυτάρεσκος
    with a complacent smile - μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη smug
  2. εφησυχασμένος, που παραμένει απαθής απέναντι σε ένα προφανές πρόβλημα