complacent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
complacent (en)
- αυτάρεσκος
- εφησυχασμένος, που παραμένει απαθής απέναντι σε ένα προφανές πρόβλημα