sophomore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sophomore | sophomores |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sophomore < πιθανόν με την επίδραση της αρχαία ελληνική σοφός + μωρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (εκπαίδευση) δευτεροετής, δευτεροετής στο σύστημα εκπαίδευσης που υπάγεται
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
sophomore στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επίθετο[επεξεργασία]
sophomore (en)