δευτεροετής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δευτεροετής | η | δευτεροετής | το | δευτεροετές |
γενική | του | δευτεροετούς* | της | δευτεροετούς | του | δευτεροετούς |
αιτιατική | τον | δευτεροετή | τη | δευτεροετή | το | δευτεροετές |
κλητική | δευτεροετή(ς) | δευτεροετής | δευτεροετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δευτεροετείς | οι | δευτεροετείς | τα | δευτεροετή |
γενική | των | δευτεροετών | των | δευτεροετών | των | δευτεροετών |
αιτιατική | τους | δευτεροετείς | τις | δευτεροετείς | τα | δευτεροετή |
κλητική | δευτεροετείς | δευτεροετείς | δευτεροετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δευτεροετής < {πρόσφ|δευτερο-|-ετής}}
Επίθετο
[επεξεργασία]δευτεροετής, -ής, -ές
- (εκπαίδευση) που σχετίζεται με το πρώτο έτος φοίτησης σε μια σχολή
- (ουσιαστικοποιημένο) φοιτητής ή φοιτήτρια που διανύουν το δεύτερο έτος των σπουδών τους