soporific
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
soporific < γαλλική soporifique < λατινική sopor (βαθύς ύπνος) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌsɒp.əˈɹɪf.ɪk/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌsɑː.pəˈrɪf.ɪk/ (ΗΠΑ)
- Ήχος (ΗΠΑ)
Επίθετο[επεξεργασία]
soporific (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- το υπνωτικό
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- soporific - Cambridge Dictionary online