souplesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
souplesse | souplesses |
souplesse (fr) θηλυκό
- η ευλυγισία, η ευκαμψία, η ελαστικότητα, η λυγεράδα
- (μεταφορικά) η ευελιξία