Μετάβαση στο περιεχόμενο

speculation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
speculation speculations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
speculation < speculate + -ion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

speculation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η υπόθεση, η πράξη του σχηματισμού απόψεων για το τι έχει συμβεί ή τι μπορεί να συμβεί χωρίς να γνωρίζουμε όλα τα γεγονότα
      All speculation about life on Mars…
    Όλες οι υποθέσεις για ζωή στον Άρη…
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη hypothesis