speedy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός speedy
συγκριτικός speedier
υπερθετικός speediest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
speedy < speed + -y

Επίθετο

[επεξεργασία]

speedy (en)

  • γρήγορος, ταχύς
    ⮡  speedy decision/reaction - γρήγορη απόφαση/αντίδραση
    ⮡  I wish you a speedy recovery.
    Σας εύχομαι ταχεία ανάρρωση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fast

Σύνθετα

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 200, 870-871. ISBN 9780194325684. , λήμμα: γρήγορος, ταχύς