Μετάβαση στο περιεχόμενο

standing

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
standing standings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

standing (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

standing (en)