Μετάβαση στο περιεχόμενο

stifle

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας stifle
γ΄ ενικό ενεστώτα stifles
αόριστος stifled
παθητική μετοχή stifled
ενεργητική μετοχή stifling

stifle (en)

  1. (μεταβατικό) καταπνίγω, πνίγω, αποτρέπω κάτι να συμβεί· αποτρέπω την έκφραση ενός συναισθήματος
      I tried to stifle a yawn.
    Προσπάθησα να καταπνίξω ένα χασμουρητό.
      I stifled my indignation.
    Κατάπνιξα την αγανάκτησή μου.
      The thick carpet stifled the sound.
    Το παχύ χαλί έπνιγε τον ήχο.
     συνώνυμα:  block, repress, smother, suppress και swallow
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) πνίγω, αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω γιατί κάνει πολύ ζέστη ή/και δεν έχει καθαρό αέρα
      The smoke stifled me.
    Με έπνιξε ο καπνός.
      I’m stifling in here.
    Πνίγομαι εδώ μέσα.
     συνώνυμα: suffocate