stifle
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | stifle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stifles |
αόριστος | stifled |
παθητική μετοχή | stifled |
ενεργητική μετοχή | stifling |
Ρήμα
[επεξεργασία]stifle (en)
- (μεταβατικό) καταπνίγω, πνίγω, αποτρέπω κάτι να συμβεί· αποτρέπω την έκφραση ενός συναισθήματος
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πνίγω, αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω γιατί κάνει πολύ ζέστη ή/και δεν έχει καθαρό αέρα