choke
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]choke (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | choke |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | chokes |
| αόριστος | choked |
| παθητική μετοχή | choked |
| ενεργητική μετοχή | choking |
choke (en)
- (αμετάβατο) πνίγομαι (πχ από τροφή που στραβοκατάπια)
- (μεταβατικό) πνίγω
- (αμετάβατο) έχω άσχημη απόδοση σε ένα διαγωνισμό από νευρικότητα, ιδίως όταν κερδίζω και την τελευταία στιγμή αποτυγχάνω
- (μεταβατικό) κλείνω ένα πέρασμα σε σπήλαιο με λάσπη, πέτρες κλπ