choke
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
choke (en)
- το τσοκ του καρμπιρατέρ, ο "αέρας"
- το τσοκ, στένεμα στο τέλος της κάννης φορητών πυροβόλων όπλων
- (αθλητισμός) λαβή στην πάλη που μπορεί να στραγγαλίσει τον αντίπαλο
- εμπόδιο από λάσπη ή πέτρες σε πέρασμα μέσα σε μια σπηλιά
Ρήμα[επεξεργασία]
choke (en)
- (αμετάβατο) πνίγομαι (πχ από τροφή που στραβοκατάπια)
- (μεταβατικό) πνίγω
- (αμετάβατο) έχω άσχημη απόδοση σε ένα διαγωνισμό από νευρικότητα, ιδίως όταν κερδίζω και την τελευταία στιγμή αποτυγχάνω
- (μεταβατικό) κλείνω ένα πέρασμα σε σπήλαιο με λάσπη, πέτρες κλπ