strew

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας strew
γ΄ ενικό ενεστώτα strews
αόριστος strewn, strewed
παθητική μετοχή strewn, strewed
ενεργητική μετοχή strewing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

strew (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 828. ISBN 9780194325684. , λήμμα: στρώνω