strew
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | strew |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | strews |
αόριστος | strewed |
παθητική μετοχή | strewn, strewed |
ενεργητική μετοχή | strewing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
strew (en)