stumble across

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας stumble across
γ΄ ενικό ενεστώτα stumbles across
αόριστος stumbled across
παθητική μετοχή stumbled across
ενεργητική μετοχή stumbling across

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stumble across < → δείτε τις λέξεις stumble και across

Ρήμα[επεξεργασία]

stumble across (en)

  • τυχαίνω, πέφτω, ανακαλύπτω κάποιον ή κάτι τυχαία
    I stumbled across a new invention.
    Έπεσε τυχαία πάνω σε μια νέα εφεύρεση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across

Πηγές[επεξεργασία]