suferego
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suferego | suferegoj |
αιτιατική | suferegon | suferegojn |
suferego (eo)
- μεγάλη οδύνη, πόνος, ταλαιπωρία