suspektinda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suspektinda | suspektindaj |
αιτιατική | suspektindan | suspektindajn |
suspektinda (eo)
- ύποπτος, που πρέπει να τον υποψιαζόμαστε