suspendu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | suspendu | suspendus |
θηλυκό | suspendue | suspendues |
suspendu (fr)
- κρεμαστός, αιωρούμενος
- μετέωρος
- αναρτημένος
- αυτός που έχει ανασταλεί, διακοπεί
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]suspendu (eo)
- προστακτική του ρήματος suspendi