switchback
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
switchback | switchbacks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]switchback (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) το ανεβοκατέβασμα, στροφή 180 μοιρών σε δρόμο που ανεβαίνει σε απότομο λόφο
- ⮡ The road has a lot of turns and switchbacks.
- Εχει πολλές στροφές ο δρόμος και ανεβοκατεβάσματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hairpin bend
- ⮡ The road has a lot of turns and switchbacks.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
switchback στην αγγλική Βικιπαίδεια