technical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | technical |
συγκριτικός | more technical |
υπερθετικός | most technical |
Επίθετο[επεξεργασία]
technical (en)
- τεχνικός
- ↪ a technical failure - μια τεχνική αστοχία
- ↪ Your technical knowledge is valuable.
- Οι τεχνικές σας γνώσεις είναι πολύτιμες.