tire-botte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tire-botte < tirer + botte

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
tire-botte tire-botte
και tire-bottes

tire-botte (fr) αρσενικό

  1. μικρή ξύλινη σανίδα με ένα άνοιγμα στην άκρη της, όπου στερεώνουμε το τακούνι για να βγάλουμε το παπούτσι ή τη μπότα μας
  2. μεταλλικό αγκίστρι που βάζουμε σε μια μπότα, έτσι ώστε να την τραβάμε για να μπορεί να περάσει το πόδι