toll

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
toll tolls

toll (en)

  1. διόδιο
  2. φόρος που πληρώνει κανείς για πρόσβαση ή χρήση μιας υπηρεσίας
  3. το μέγεθος μιας καταστροφής
  4. το ποσό που πληρώνει κανείς για υπεραστικό τηλεφώνημα

Ρήμα[επεξεργασία]

toll (en)

  1. (μεταβατικό) χτυπώ αργά και δυνατά μια καμπάνα ανακοινώνοντας κάτι, ειδικά την ώρα, την έναρξη της Θείας λειτουργίας ή ένα θάνατο
  2. (αμετάβατο) (για καμπάνα) χτυπώ αργά και δυνατά
    ask not for whom the bell tolls - μη ρωτάς για ποιον χτυπά η καμπάνα



Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

toll (hu)