Μετάβαση στο περιεχόμενο

torture

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
torture tortures

torture (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το βασανιστήριο, ο βασανισμός
      He broke under the torture.
    Έσπασε κάτω από τα βασανιστήρια.
      He specifically denounced the cases of torture.
    Κατάγγειλε ειδικά τις περιπτώσεις βασανισμού.
ενεστώτας torture
γ΄ ενικό ενεστώτα tortures
αόριστος tortured
παθητική μετοχή tortured
ενεργητική μετοχή torturing

torture (en)

  1. βασανίζω, πονάω κάποιον σωματικά ή ψυχικά για να τον τιμωρήσω ή να τον κάνω να μου πει κάτι
      They tortured him to make him talk.
    Τον βασάνισαν για να τον κάμουν να μιλήσει.
  2. βασανίζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται εξαιρετικά δυστυχισμένος ή ανήσυχος
      We were tortured with anxiety.
    Βασανιστήκαμε από αγωνία.
      Don’t torture yourself anymore with this damn car and sell it.
    Μη βασανίζεσαι άλλο μ' αυτό το παλιοαυτοκίνητο και πούλα το.



Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /tɔʁ.tyʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

torture (fr)