totally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
totally (en) (χωρίς παραθετικά)
- απόλυτα, τελείως
- ↪ I totally agree that…
- Συμφωνώ απόλυτα ότι…
- ↪ I am totally right.
- Έχω απόλυτα δίκιο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I totally agree that…
- σίγουρα