Μετάβαση στο περιεχόμενο

totally

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
totally < total + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

totally (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απόλυτα, εντελώς, σίγουρα, ολοκληρωτικά
      I totally agree that…
    Συμφωνώ απόλυτα ότι…
      I am totally right.
    Έχω απόλυτα δίκιο.
      I’m not totally understanding your idea.
    Δεν αντιλαμβάνομαι εντελώς την ιδέα σας.
      -”Are you coming?” -“Totally!” (ανεπίσημο)
    -«Θα έρθεις;» -«Σίγουρα
      It was totally destroyed.
    Καταστράφηκε ολοκληρωτικά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη completely