track and field
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]track and field (en) (μη μετρήσιμο)
- (αμερικανικά αγγλικά, αθλητισμός) ο στίβος
- ⮡ My mother adores track and field sports.
- Η μητέρα μου λατρεύει τα αθλήματα του στίβου.
- ⮡ Track and field is the most interesting part of the Olympic Games.
- Ο στίβος είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι των Ολυμπιακών Αγώνων.
- ≈ συνώνυμα: athletics (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ My mother adores track and field sports.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
track and field στην αγγλική Βικιπαίδεια