Μετάβαση στο περιεχόμενο

traverse

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

traverse (en)

traverse (en)

  1. διασχίζω, διατρέχω
  2. (πληροφορική) διατρέχω, βρίσκω διαδοχικά τα μέλη από τα οποία αποτελείται μία οντότητα (δομή δεδομένων, δίκτυο, κλπ)
      An iterator is an object that can be iterated upon, meaning that you can traverse through all the values.[1]
    λείπει η μετάφραση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) «Python Iterators». Προσπέλαση 2020-03-22



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
traverse traverses

traverse (fr) θηλυκό