trickery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trickery | trickeries |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtrɪk.ər.i/ (βρετανικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trickery (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)