triumphantly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | triumphantly |
συγκριτικός | more triumphantly |
υπερθετικός | most triumphantly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- triumphantly < triumphant + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
triumphantly (en)
- θριαμβευτικά
- ↪ I return triumphantly.
- Επιστρέφω θριαμβευτικά.
- ↪ I return triumphantly.