troubled
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
troubled (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
troubled (en)
- προβληματισμένος, αγχωμένος, ανήσυχος
- ταραγμένος (π.χ. ποταμός)