truculent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- truculent < λατινική truculentus
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tʁy.ky.lɑ̃/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | truculent | truculents |
θηλυκό | truculente | truculentes |
truculent (fr)
- γραφικός, πληθωρικός σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά του