turtur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- turtur < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
turtur αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turtur | turturēs |
γενική | turturis | turturum |
δοτική | turturī | turturibus |
αιτιατική | turturem | turturēs |
κλητική | turtur | turturēs |
αφαιρετική | turture | turturibus |