turtur
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- turtur < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turtur αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turtur | turturēs |
γενική | turturis | turturum |
δοτική | turturī | turturibus |
αιτιατική | turturem | turturēs |
κλητική | turtur | turturēs |
αφαιρετική | turture | turturibus |