unshakeable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός unshakeable
συγκριτικός more unshakeable
υπερθετικός most unshakeable

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unshakeable < un- + shake + -able

Επίθετο[επεξεργασία]

unshakeable (en)

  • ακλόνητος, ακράδαντος, για ένα συναίσθημα ή μια στάση που δεν μπορεί να αλλάξει ή να καταστραφεί
    He has an unshakeable confidence in himself.
    Έχει ακράδαντη εμπιστοσύνη στον εαυτό του.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]