vacate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
vacate (en)
- εκκενώνω, εγκαταλείπω, αδειάζω
- vacate (sth) παραιτούμαι, αφήνω