viennoiserie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
viennoiserie < viennois

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
viennoiserie viennoiseries

viennoiserie (fr) θηλυκό