viennoiserie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- viennoiserie < viennois
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
viennoiserie | viennoiseries |
viennoiserie (fr) θηλυκό
- ο γενικός όρος για τα κρουασάν, το σταφιδόψωμο, το τσουρέκι, κ.α. που μπορεί να αγοράσει κάποιος σε αρτοπωλείο