visit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
visit (en)
- επίσκεψη
- I haven't seen my uncle for months, so I decided to pay him a visit
Ρήμα[επεξεργασία]
visit (en)
- επισκέπτομαι
- Visit Greece! - Επισκεφθείτε την Ελλάδα