voûté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | voûté | voûtés |
θηλυκό | voûtée | voûtées |
voûté (fr)
Δείτε επίσης : voûte |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | voûté | voûtés |
θηλυκό | voûtée | voûtées |
voûté (fr)