wallpaper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wallpaper < → δείτε τις λέξεις wall και paper

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wallpaper (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η ταπετσαρία τοίχου, ειδικό διακοσμητικό χαρτί που το χρησιμοποιούν για την επένδυση τοίχων σε εσωτερικούς χώρους
    I am putting up wallpaper in the room.
    Βάζω ταπετσαρία στο δωμάτιο.
  2. (πληροφορική) η ταπετσαρία, το φόντο, η εικόνα που επιλέγω να έχω στην οθόνη του υπολογιστή, του κινητού μου κτλ.
    phone wallpaper - ταπετσαρία/φόντο κινητού
     συνώνυμα: background

Πηγές[επεξεργασία]