wedge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: wenge

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
wedge wedges

wedge (en)

  1. (εργαλείο) σφήνα
    stick a wedge under the door, will you, it keeps blowing shut
    δε βάζεις μια σφήνα κάτω από την πόρτα, συνεχώς κλείνει απ' τον αέρα
  2. ένα κομμάτι (π.χ. από τρόφιμο) που έχει σχήμα σφήνας
    Can you cut me a wedge of cheese (lemon, cake) ?
    μου κόβεις/κόβετε μια φέτα τυρί; (λεμόνι, κέικ)
  3. σχηματισμός πουλιών που πετούν σε σχήμα V
ενεστώτας wedge
γ΄ ενικό ενεστώτα wedges
αόριστος wedged
παθητική μετοχή wedged
ενεργητική μετοχή wedging

wedge (en)

  1. σφηνώνω κάτι
    he had wedged the package between the wall and the back of the sofa
    (αυτός) είχε σφηνώσει το πακέτο ανάμεσα στον τοίχο και την πλάτη του καναπέ
  2. χρησιμοποιώ μια σφήνα ή άλλο παρόμοιο εργαλείο για να καταφέρω κάτι
    I wedged open the window with a screwdriver
    στερέωσα (σφήνωσα) το παράθυρο με το κατσαβίδι