wedge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
wedge | wedges |
wedge (en)
- (εργαλείο) σφήνα
- stick a wedge under the door, will you, it keeps blowing shut
- δε βάζεις μια σφήνα κάτω από την πόρτα, συνεχώς κλείνει απ' τον αέρα
- stick a wedge under the door, will you, it keeps blowing shut
- ένα κομμάτι (π.χ. από τρόφιμο) που έχει σχήμα σφήνας
- Can you cut me a wedge of cheese (lemon, cake) ?
- μου κόβεις/κόβετε μια φέτα τυρί; (λεμόνι, κέικ)
- Can you cut me a wedge of cheese (lemon, cake) ?
- σχηματισμός πουλιών που πετούν σε σχήμα V
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | wedge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wedges |
αόριστος | wedged |
παθητική μετοχή | wedged |
ενεργητική μετοχή | wedging |
wedge (en)
- σφηνώνω κάτι
- he had wedged the package between the wall and the back of the sofa
- (αυτός) είχε σφηνώσει το πακέτο ανάμεσα στον τοίχο και την πλάτη του καναπέ
- he had wedged the package between the wall and the back of the sofa
- χρησιμοποιώ μια σφήνα ή άλλο παρόμοιο εργαλείο για να καταφέρω κάτι
- I wedged open the window with a screwdriver
- στερέωσα (σφήνωσα) το παράθυρο με το κατσαβίδι
- I wedged open the window with a screwdriver