Μετάβαση στο περιεχόμενο

weigh

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας weigh
γ΄ ενικό ενεστώτα weighs
αόριστος weighed
παθητική μετοχή weighed
ενεργητική μετοχή weighing
  1. ζυγίζω
  2. (μεταφορικά) αξιολογώ, ζυγίζω βάση σημαντικότητας, σταθμίζω
      I am weighing the pros and the cons.
    Σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]