weigh
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | weigh |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weighs |
αόριστος | weighed |
παθητική μετοχή | weighed |
ενεργητική μετοχή | weighing |
Ρήμα[επεξεργασία]
- ζυγίζω
- (μεταφορικά) αξιολογώ, ζυγίζω βάση σημαντικότητας, σταθμίζω
- ↪ I weigh the pros and the cons.
- Σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά.
- ↪ I weigh the pros and the cons.