Μετάβαση στο περιεχόμενο

wipe out

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας wipe out
γ΄ ενικό ενεστώτα wipes out
αόριστος wiped out
παθητική μετοχή wiped out
ενεργητική μετοχή wiping out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
wipe out <  δείτε τις λέξεις wipe και out

wipe out (en)

  1. (αμετάβατο, ανεπίσημο) πέφτω, κατρακυλώ, πέφτω απότομα
      I wiped out surfing.
    Έπεσα κάνοντας σέρφινγκ.
      He wiped out into the sea.
    Κατρακύλησε στη θάλασσα.
      I wiped out on the stairs.
    Κατρακύλησα από τη σκάλα.
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) εξαντλώ, τσακίζω, ξεκατινιάζω, κουράζω πολύ
      You are completely wiped out and you need a lot of rest.
    Είσαι τελείως εξαντλημένη και χρειάζεται πολλή ανάπαυση.
      He looked wiped out after a sleepless night.
    Φαινόταν τσακισμένος ύστερα από το ξενύχτι.
      This flu wiped me out.
    Με τσάκισε αυτή η γρίπη.
      I was wiped out by the move.
    Τσακίστηκα/Ξεκατινιάστηκα με τη μετακόμιση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη tire
  3. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) εξαφανίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω ή αφαιρώ κάποιον ή κάτι εντελώς
      The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
    Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μία παγκόσμια καταστροφή.
      I was wiped out from the expenses of my wife’s illness.
    Αφανίστηκα στα έξοδα με την αρρώστια της γυναίκας μου.
      This pesticide wipes out flies and mosquitoes.
    Αυτό το εντομοκτόνο εξοντώνει μύγες και κουνούπια.
      The invading forces were wiped out.
    Οι δυνάμεις εισβολής εξολοθρεύτηκαν.
     συνώνυμα: exterminate,  και δείτε τη λέξη destroy