withhold
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | withhold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | withholds |
αόριστος | withheld |
παθητική μετοχή | withheld, withholden |
ενεργητική μετοχή | withholding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
withhold (en)